- φόλα
- η(λ. λατ.)1. μικρό κομμάτι δέρματος που ράβεται σε φθαρμένο μέρος παπουτσιού, μπάλωμα υποδήματος: Με παπούτσια γεμάτα φόλες ζητάει και προίκα.2. κομμάτι κρέατος, ψωμιού ή άλλου υλικού, που περιέχει δηλητήριο για τη θανάτωση των αδέσποτων σκυλιών: Το σκυλί σου θέλει φόλα κι άντρας σου με την πιστόλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.