φόλα

φόλα
η
(λ. λατ.)
1. μικρό κομμάτι δέρματος που ράβεται σε φθαρμένο μέρος παπουτσιού, μπάλωμα υποδήματος: Με παπούτσια γεμάτα φόλες ζητάει και προίκα.
2. κομμάτι κρέατος, ψωμιού ή άλλου υλικού, που περιέχει δηλητήριο για τη θανάτωση των αδέσποτων σκυλιών: Το σκυλί σου θέλει φόλα κι άντρας σου με την πιστόλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φόλα — η, ΝΜ, και φόλη Μ 1. μικρό κομμάτι δέρματος που ράβεται πάνω σε φθαρμένο μέρος υποδήματος 2. τροφή που περιέχει δηλητήριο και η οποία χρησιμεύει για τη θανάτωση, κυρίως, σκυλιών 3. φρ. α) «πέταξε μια φόλα» είπε μια ανοησία β) «είναι φόλα» i) (για …   Dictionary of Greek

  • фоль — ж. медная монета , только др. русск. фолеɪа (Панд. Никона, ХV в.; см. Срезн. III, 1356 и сл.), укр. перефолувати промотать . Из ср. греч. φόλα мелкая монета от φολίς чешуйка ; см. Г. Майер, Ngr. St. 3, 70; Alb. Wb. 110, 356; Фасмер, Гр. сл. эт.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • φόλη — ἡ, Μ βλ. φόλα …   Dictionary of Greek

  • Στάθης — I Έμμετρη κωμωδία του Κρητικού θεάτρου, που γράφτηκε στα μέσα του Που αι. στην Κρήτη. Συγγραφέας του «Σ.» θεωρείται ο ηθοποιός Μενούτος, μέλος θιάσου που επί Βενετσιάνων περιόδευαν στο νησί. Αποτελείται από 1.458 ομοιοκατάληκτους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”